ευδαιμονισμός

ευδαιμονισμός
Φιλοσοφική θεωρία η οποία παρουσιάζει ως σκοπό της ηθικής δράσης του ανθρώπου την επίτευξη της ευτυχίας. Ο ε. –αντίθετα από τον ηδονισμό με τον οποίο συχνά συγχέεται– αναφέρεται στην αναζήτηση της ευδαιμονίας με τη βοήθεια, σε μεγάλη κλίμακα, ορθολογιστικών στοιχείων. Κι αυτό τόσο στην περίπτωση που ως ευτυχία εννοείται ο καρπός ενός υπολογισμού (εκλογής) μεταξύ των απολαύσεων των αισθήσεων όσο και όταν έρχεται ως αποτέλεσμα της παραχώρησης του προβαδίσματος στην καθαρή πνευματική δραστηριότητα. Όλη η αρχαία ηθική (Αριστοτέλης, Επίκουρος, στωικοί, νεοπλατωνικοί) εμπνέεται από έναν κυρίαρχο ε. και τονίζει τα στοιχεία ευτυχίας, σταθερότητας και μακαριότητας, τα οποία πρέπει να συνοδεύουν και να χαρακτηρίζουν την ηθική εμπειρία και την ενάρετη συμπεριφορά. Ευδαιμονιστικές είναι και οι θεωρίες του αγγλικού εμπειρισμού καθώς και οι αντιλήψεις των οπαδών του Διαφωτισμού. Αυστηρή και αδιάλλακτη κριτική του ε. διατύπωσε ο Καντ, ο οποίος θεωρεί ότι συνδέεται αναπόφευκτα με εγωιστικές και εγωκεντρικές τάσεις. Σε ανάλογη καταδίκη του ε. προβαίνει και η Δυτ. Καθολική Εκκλησία, γιατί, κατά την άποψή της, ο ε. θέτει ως τελικό σκοπό της ηθικής κάτι που είναι μόνο ένα επακόλουθο στοιχείο. Σε αυτές τις αυστηρές και δογματικές κριτικές αντιτάχτηκε η άποψη, ότι ο ε. δεν αποκλείει την επιδίωξη αγαθών μη εγωιστικών, εκείνων δηλαδή τα οποία βασίζονται στην ανθρώπινη συμπάθεια και στην κοινωνική ζωή.
* * *
ο (ΑΜ εὐδαιμονισμός) [ευδαιμονίζω]
ο μακαρισμός, το καλοτύχισμα («μακαρισμὸς δὲ καὶ εὐδαιμονισμὸς αὑτοῑς μὲν ταὐτά», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο ύψιστος σκοπός τού ανθρώπου είναι η ευδαιμονία (η επιδίωξη τής ατομικής ή κοινωνικής ευδαιμονίας)
μσν.
η ευδαιμονία, η ευτυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐδαιμονισμός — thinking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδαιμονισμός — ο ηθικοφιλοσοφική διδασκαλία που βλέπει στην ευδαιμονία (συνεχή και αδιατάραχτη ηρεμία και γαλήνη) τον τελικό σκοπό και το ύψιστο αγαθό του ανθρώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐδαιμονισμοῖς — εὐδαιμονισμός thinking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονισμούς — εὐδαιμονισμός thinking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονισμῶν — εὐδαιμονισμός thinking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονισμόν — εὐδαιμονισμός thinking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • επικουρισμός — ο 1. η ηθική διδασκαλία τού Επικούρου 2. η εφαρμογή τών διδαγμάτων τής διδασκαλίας τού Επικούρου 3. η τρυφηλότητα, ο ευδαιμονισμός (κατά παρερμηνεία τής θεωρίας τού Επικούρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < Επίκουρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνστ.… …   Dictionary of Greek

  • ηδονισμός — Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην… …   Dictionary of Greek

  • κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”